μονόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monochoros
|Transliteration C=monochoros
|Beta Code=mono/xwros
|Beta Code=mono/xwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">isolated</b>, of a piece in draughts, <span class="title">Gloss.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>220</span> (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4425 vii 26</span> (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>76</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=μονόχωρον,<br><span class="bld">A</span> [[isolated]], of a piece in draughts, ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, ''PFay.''220 (ii A. D.), ''Sammelb.''4425 vii 26 (ii A. D.), ''PFlor.''76 (iii A. D.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> «μονόχωρη [[ωοθήκη]]» — [[ωοθήκη]] από [[πολλά]] καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο [[κοιλότητα]], έναν μόνο εσωτερικό χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεσσό στο [[παιχνίδι]] του άβακα) απομονωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονόχωρον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. [[μεσόχωρος]], [[πολύχωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχωρος Medium diacritics: μονόχωρος Low diacritics: μονόχωρος Capitals: ΜΟΝΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: monóchōros Transliteration B: monochōros Transliteration C: monochoros Beta Code: mono/xwros

English (LSJ)

μονόχωρον,
A isolated, of a piece in draughts, Glossaria
II μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, PFay.220 (ii A. D.), Sammelb.4425 vii 26 (ii A. D.), PFlor.76 (iii A. D.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχωρος, -ον)
νεοελλ.
βοτ. φρ. «μονόχωρη ωοθήκη» — ωοθήκη από πολλά καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο κοιλότητα, έναν μόνο εσωτερικό χώρο
αρχ.
1. (για πεσσό στο παιχνίδι του άβακα) απομονωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόχωρον
μέτρο χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. μεσόχωρος, πολύχωρος].