μονῳδός: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=monōdos | |Transliteration B=monōdos | ||
|Transliteration C=monodos | |Transliteration C=monodos | ||
|Beta Code=monw&# | |Beta Code=monw|do/s | ||
|Definition=όν, < | |Definition=μονῳδόν, [[singing alone]], not in [[chorus]]: ὁ μονῳδός, [[writer]] of a [[funeral ode]] or of a [[drama]] (like Lycophron's Cassandra) to be spoken by a single [[person]], Tz.ad Lyc.pp.1,4 S. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] allein, einzeln singend, Sp.; auch wer im Drama eine einzige Person redend einführt, wie Lycophr. in seiner Cassandra. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui chante seul et non dans un chœur ; ὁ [[μονῳδός]], auteur d'un chant qui ne sera exécuté que par une personne (ode funéraire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ᾠδή]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονῳδός''': -όν, ὁ ᾄδων [[μόνος]], οὐχὶ ἐν χορῷ· - ὁ μ., ὁ ποιητὴς δράματος, καθ’ ὃ ἓν μόνον [[πρόσωπον]] ὁμιλεῖ, ὡς ἡ τοῦ Λυκόφρ. Κασσάνδρα, ἴδε Τζέτζ. σελ. 249, 261. Ἐπίρρ. -δῶς, [[αὐτόθι]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (ΑΜ [[μονῳδός]], -όν)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[μονωδός]]<br />αυτός που άδει [[μονωδία]], που τραγουδάει [[μόνος]], όχι «εν χορώ», [[χωρίς]] να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ποιητής]] δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονῳδῶς</i> (Μ)<br />σαν [[μονωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>, [[πρβλ]]. [[κιθαρωδός]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονῳδός:''' -όν, αυτός που τραγουδάει [[μόνος]] του, που δεν είναι [[μέλος]] του χορού. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μον-ῳδός, όν<br />[[singing]] [[alone]], not in [[chorus]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
μονῳδόν, singing alone, not in chorus: ὁ μονῳδός, writer of a funeral ode or of a drama (like Lycophron's Cassandra) to be spoken by a single person, Tz.ad Lyc.pp.1,4 S.
German (Pape)
[Seite 206] allein, einzeln singend, Sp.; auch wer im Drama eine einzige Person redend einführt, wie Lycophr. in seiner Cassandra.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante seul et non dans un chœur ; ὁ μονῳδός, auteur d'un chant qui ne sera exécuté que par une personne (ode funéraire, etc.).
Étymologie: μόνος, ᾠδή.
Greek (Liddell-Scott)
μονῳδός: -όν, ὁ ᾄδων μόνος, οὐχὶ ἐν χορῷ· - ὁ μ., ὁ ποιητὴς δράματος, καθ’ ὃ ἓν μόνον πρόσωπον ὁμιλεῖ, ὡς ἡ τοῦ Λυκόφρ. Κασσάνδρα, ἴδε Τζέτζ. σελ. 249, 261. Ἐπίρρ. -δῶς, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ό (ΑΜ μονῳδός, -όν)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός
αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονῳδῶς (Μ)
σαν μονωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ῳδός (< ᾠδή, πρβλ. κιθαρωδός].
Greek Monotonic
μονῳδός: -όν, αυτός που τραγουδάει μόνος του, που δεν είναι μέλος του χορού.