ὀλιβρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olivros
|Transliteration C=olivros
|Beta Code=o)libro/s
|Beta Code=o)libro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀλισθηρός]], Id.</span>
|Definition=ά, όν, = [[ὀλισθηρός]] ([[slippery]], [[hard to catch and keep hold of]], [[liable to slip]]), Id.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] dor. = [[ὀλισθηρός]], Gramm.
}}
{{ls
|lstext='''ὀλιβρός''': -ά, -όν, = [[ὀλισθηρός]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιβρός]], -ά, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλισθηρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- / <i>slei</i>- «[[γλιστρώ]]» ([[πρβλ]]. [[ολίσθάνω]]), με [[παρέκταση]] <i>b</i>, προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[κυδρός]], [[ψυχρός]]). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slipor</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sleffar</i> «[[ολισθηρός]]», αρχ. ισλδ. <i>sleipr</i>, [[καθώς]] και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. <i>slῖfan</i> γερμ. <i>schleifen</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ολισθαίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:53, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλιβρός Medium diacritics: ὀλιβρός Low diacritics: ολιβρός Capitals: ΟΛΙΒΡΟΣ
Transliteration A: olibrós Transliteration B: olibros Transliteration C: olivros Beta Code: o)libro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ὀλισθηρός (slippery, hard to catch and keep hold of, liable to slip), Id.

German (Pape)

[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολίσθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν - και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδρός, ψυχρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῖfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].