ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opithomvrotos
|Transliteration C=opithomvrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Definition=ον, poet. for <b class="b3">ὀπισθόμβροτος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">following a mortal</b>, <b class="b3">ὀ. αὔχημα</b> the glory <b class="b2">that lives after men</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.92</span>.</span>
|Definition=ὀπιθόμβροτον, ''poet.'' for [[ὀπισθόμβροτος]], [[following a mortal]], ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] = the [[glory]] [[that lives after men]], Pi.''P.''1.92.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, [[αὔχημα]], der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui survit aux mortels]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπιθόμβροτος:''' [[переживающий смертных]], [[посмертный]] ([[αὔχημα]] Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος</b> [[that]] follows [[after]] men ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει (P. 1.92)
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[λησίμβροτος]], [[μελάμβροτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]<br />[[following]] a [[mortal]], ὀπιθ. [[αὔχημα]] [[glory]] that lives [[after]] men, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπῐθόμβροτος Medium diacritics: ὀπιθόμβροτος Low diacritics: οπιθόμβροτος Capitals: ΟΠΙΘΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: opithómbrotos Transliteration B: opithombrotos Transliteration C: opithomvrotos Beta Code: o)piqo/mbrotos

English (LSJ)

ὀπιθόμβροτον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀπιθόμβροτον αὔχημα = the glory that lives after men, Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.

English (Slater)

ὀπῐθόμβροτος that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)

Greek Monolingual

ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος, μελάμβροτος].

Greek Monotonic

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.