θρόνον: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thronon
|Transliteration C=thronon
|Beta Code=qro/non
|Beta Code=qro/non
|Definition=τό, only in pl. <b class="b3">θρόνα</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flowers embroidered on cloth</b>, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε <span class="bibl">Il.22.441</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Theoc.2.59</span>, and v. [[τρόνα]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">herbs used as drugs and charms</b>, <span class="bibl">Theoc.2.59</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>493</span>,<span class="bibl">936</span>, Lyc. 674, <span class="bibl">Aglaïas7</span>; used in sacrificial offering, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>96.4</span> (ii B.C.).</span>
|Definition=τό, only in plural [[θρόνα]],<br><span class="bld">A</span> [[flowers embroidered on cloth]], ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il.22.441, cf. Sch.Theoc.2.59, and v. [[τρόνα]].<br><span class="bld">II</span> [[herbs used as drugs and charms]], Theoc.2.59, Nic.''Th.''493,936, Lyc. 674, Aglaïas7; used in sacrificial offering, ''UPZ''96.4 (ii B.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†.
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρόνον]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) τὰ [[θρόνα]]<br />α) [[άνθη]] κεντημένα ή υφασμένα<br />β) [[άνθη]] ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[σημασία]] «[[ποικιλόχρους]], [[πολύχρωμος]]». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>θρονος</i>, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. [[θρόνος]], όπως λ.χ. στο επίθ. <i>ποικιλό</i>-<i>θρονος</i>, που χαρακτηρίζει την [[Αφροδίτη]] και μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια [[φόρεμα]]» [[είτε]] ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρόνα]], τά, only in plural]<br /><b class="num">I.</b> flowers [[embroidered]] on [[cloth]], patterns, Il.<br /><b class="num">II.</b> flowers or herbs used as drugs and charms, Theocr. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόνον Medium diacritics: θρόνον Low diacritics: θρόνον Capitals: ΘΡΟΝΟΝ
Transliteration A: thrónon Transliteration B: thronon Transliteration C: thronon Beta Code: qro/non

English (LSJ)

τό, only in plural θρόνα,
A flowers embroidered on cloth, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il.22.441, cf. Sch.Theoc.2.59, and v. τρόνα.
II herbs used as drugs and charms, Theoc.2.59, Nic.Th.493,936, Lyc. 674, Aglaïas7; used in sacrificial offering, UPZ96.4 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

θρόνον: τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, ἄνθη κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. ποικιλόθρονος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο ἄνθη ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674.

English (Autenrieth)

pl. θρόνα: flowers, in woven work, Il. 22.441†.

Greek Monolingual

θρόνον, τὸ (Α)
(μόνο στον πληθ.) τὰ θρόνα
α) άνθη κεντημένα ή υφασμένα
β) άνθη ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα πρέπει να θεωρηθεί η σημασία «ποικιλόχρους, πολύχρωμος». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη μορφή -θρονος, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. θρόνος, όπως λ.χ. στο επίθ. ποικιλό-θρονος, που χαρακτηρίζει την Αφροδίτη και μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια φόρεμα» είτε ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»].

Middle Liddell

θρόνα, τά, only in plural]
I. flowers embroidered on cloth, patterns, Il.
II. flowers or herbs used as drugs and charms, Theocr. [deriv. uncertain]