Λίβυς: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(sl1) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Λῐ́βῠς | ||
|Medium diacritics=Λίβυς | |Medium diacritics=Λίβυς | ||
|Low diacritics=Λίβυς | |Low diacritics=Λίβυς | ||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Libys | |Transliteration B=Libys | ||
|Transliteration C=Livys | |Transliteration C=Livys | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*li/bus | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ῠος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[Libyan]], [[Herodotus|Hdt.]]4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = [[Λιβυκός]], [[αὐλός]] E.Alc.346; [[Λίβυς καυλός]] = [[σίλφιον]], Antiph.217.13:—fem. [[Λίβυσσα]] [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, [[Herodotus|Hdt.]]4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also [[Λιβυστικός]], Λιβυστική, Λιβυστικόν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also [[Λιβυστίς]], ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. [[Λιβύη]].<br><span class="bld">II</span> [[λίβυς]] = harmless kind of [[serpent]], Nic.Th.490.<br><span class="bld">III</span> = [[λουτροφόρος]] 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος;<br /><i>adj. m.</i><br />de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, <i>ou</i> les Grecs de Cyrénaïque. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λίβυς:''' υος (ῐ) adj. m ливийский Eur. etc.<br />υος ὁ [[ливиец]] Pind., Soph. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λίβῠς''': [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = [[σίλφιον]], Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· [[ὡσαύτως]], Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. [[ὡσαύτως]] Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. [[Λιβύη]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = [[λουτροφόρος]] 2, Ἡσύχ. | |lstext='''Λίβῠς''': [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = [[σίλφιον]], Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· [[ὡσαύτως]], Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. [[ὡσαύτως]] Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. [[Λιβύη]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = [[λουτροφόρος]] 2, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>Λῐβυς</b> <br /><b>1</b> Libyan [[οὕτω]] δ' ἐδίδου [[Λίβυς]] ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Λίβυς]], -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και [[Λιβυστίς]], -ίδος (Α) [[Λιβύη]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τη [[Λιβύη]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[λιβυκός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λίβῠς:''' [ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη [[Λιβύη]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = [[Λιβυκός]], σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=Λῐ́βῠς, ῠος, ὁ,<br />a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = [[Λιβυκός]], Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also [[Λιβυστικός]], ή, όν, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ῠος, ὁ,
A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λίβυς καυλός = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λιβυστικός, Λιβυστική, Λιβυστικόν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λιβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη.
II λίβυς = harmless kind of serpent, Nic.Th.490.
III = λουτροφόρος 2, Hsch.
French (Bailly abrégé)
υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.
Russian (Dvoretsky)
Λίβυς: υος (ῐ) adj. m ливийский Eur. etc.
υος ὁ ливиец Pind., Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.
English (Slater)
Λῐβυς
1 Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)
Greek Monolingual
Λίβυς, -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, -ίδος (Α) Λιβύη
1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη
2. ως επίθ. λιβυκός.
Greek Monotonic
Λίβῠς: [ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη Λιβύη, σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = Λιβυκός, σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, -ή, -όν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Λῐ́βῠς, ῠος, ὁ,
a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.