γυνά: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
(21) |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>γῠνά</b> (γυνά, -αικός, -αῖκα; -αικῶν, -αιξί(ν), -αῖκας) | |sltr=<b>γῠνά</b> (γυνά, -αικός, -αῖκα; -αικῶν, -αιξί(ν), -αῖκας) [[woman]] [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ (P. 5.64) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει [[πάλαι]] (N. 10.10) γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ (Pae. 4.4) ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς [[χρή]] με [[λαθεῖν]] ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται [[ὅθι]] τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of [[Lemnos]], [[who]] killed [[their]] husbands: Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν [[εὑρήσει]] γυναικῶν ἐν λέχεσιν [[γένος]]” (sc. Εὔφαμος) (P. 4.50) Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252) [[servant]] women: “κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113) ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον [[δέος]] πλᾶξε γυναῖκας (N. 1.49) [[temple]] prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to [[παρθένος]]: “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of [[Cyrene]] (P. 9.30) οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν the [[daughter]] of Antaios (P. 9.105) esp. [[wife]] : νηλὴς γυνά Klytaimnestra (P. 11.22) ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, [[ὅρκιον]] ὡς [[ὅτε]] [[πιστόν]], δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) [[γόνον]] ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro [[sing]].: Dionysos, [[son]] of [[Zeus]] and [[Semele]] is meant) fr. 75. 12. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 September 2022
English (Slater)
γῠνά (γυνά, -αικός, -αῖκα; -αικῶν, -αιξί(ν), -αῖκας) woman ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ (P. 5.64) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10) γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ (Pae. 4.4) ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of Lemnos, who killed their husbands: Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (sc. Εὔφαμος) (P. 4.50) Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252) servant women: “κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113) ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας (N. 1.49) temple prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to παρθένος: “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of Cyrene (P. 9.30) οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios (P. 9.105) esp. wife : νηλὴς γυνά Klytaimnestra (P. 11.22) ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro sing.: Dionysos, son of Zeus and Semele is meant) fr. 75. 12.