πλίγμα: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pligma | |Transliteration C=pligma | ||
|Beta Code=pli/gma | |Beta Code=pli/gma | ||
|Definition=ατος, τό, (πλίσσομαι) < | |Definition=-ατος, τό, ([[πλίσσομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[crossing the legs in walking]] or [[wrestling]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: pl., = [[πηδήματα]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''217.<br><span class="bld">II</span> = [[πλιχάς]], Hp. ap.Sch.Od.6.318, ''EM''395.12. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0636.png Seite 636]] τό, 1) der Schritt, πλίγματα, πηδήματα, Schol. Ar. Ach. 217. – 2) der Stand mit auseinandergesperrten Beinen, τὸ [[διάστημα]] τῶν ποδῶν, E. M; auch τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν [[διάστημα]], Schol. Od. 6, 318. – Ein Kunstgriff beim Ringen, das Beinunterschlagen, Hesych. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλίγμα''': τό, ([[πλίσσομαι]]) «[[πλίγμα]]· βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, [[ὅταν]] περιβάντες τοῖς σκέλεσι κατέχωσι (κατατρέχωσιν Heins.)» Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] [[πλῆγμα]])· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. = [[πλιχάς]], Ἱππ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 12. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 144 κἑξ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πλίσσομαι]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] τών ποδιών, η [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] σε ανοιχτά πόδια, [[δρασκελιά]], [[βήμα]]<br /><b>2.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών μηρών, η [[πλιχάς]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> παλαιστικό [[τέχνασμα]], ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[πεδίκλωμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πλίγματα</i><br />τα πηδήματα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (πλίσσομαι)
A crossing the legs in walking or wrestling, Hsch.: pl., = πηδήματα, Sch.Ar.Ach.217.
II = πλιχάς, Hp. ap.Sch.Od.6.318, EM395.12.
German (Pape)
[Seite 636] τό, 1) der Schritt, πλίγματα, πηδήματα, Schol. Ar. Ach. 217. – 2) der Stand mit auseinandergesperrten Beinen, τὸ διάστημα τῶν ποδῶν, E. M; auch τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν διάστημα, Schol. Od. 6, 318. – Ein Kunstgriff beim Ringen, das Beinunterschlagen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλίγμα: τό, (πλίσσομαι) «πλίγμα· βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, ὅταν περιβάντες τοῖς σκέλεσι κατέχωσι (κατατρέχωσιν Heins.)» Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα πλῆγμα)· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. = πλιχάς, Ἱππ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 12. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 144 κἑξ.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α πλίσσομαι
1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα
2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς
3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα
4. στον πληθ. τὰ πλίγματα
τα πηδήματα.