ἐκτραχηλισμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(big3_14b)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektrachilismos
|Transliteration C=ektrachilismos
|Beta Code=e)ktraxhlismo/s
|Beta Code=e)ktraxhlismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beheading</b>, Id.</span>
|Definition=ὁ, [[beheading]], [[decapitation]], [[cutting the head off]], [[cutting off the head]], [[guillotining]], [[bringing to the block]], [[chopping off one's head]], [[axing]], [[decollating]], Id.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[decapitación]], <i>Gloss</i>.7.510.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[decapitación]], <i>Gloss</i>.7.510.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐκτραχηλισμός]])<br />[[εκτροπή]] σε αναίσχυντες πράξεις, [[αποχαλίνωση]], αναίσχυντες πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απογύμνωση]] του τραχήλου ή και του στήθους<br /><b>2.</b> μία από τις λαβές του κεφαλιού [[κατά]] την [[πάλη]], το [[κεφαλοκλείδωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποκεφαλισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:05, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰχηλισμός Medium diacritics: ἐκτραχηλισμός Low diacritics: εκτραχηλισμός Capitals: ΕΚΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ektrachēlismós Transliteration B: ektrachēlismos Transliteration C: ektrachilismos Beta Code: e)ktraxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ, beheading, decapitation, cutting the head off, cutting off the head, guillotining, bringing to the block, chopping off one's head, axing, decollating, Id.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ decapitación, Gloss.7.510.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση του τραχήλου ή και του στήθους
2. μία από τις λαβές του κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.