διαυλοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(big3_11)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διαυλοδρόμος
|Medium diacritics=διαυλοδρόμος
|Low diacritics=διαυλοδρόμος
|Capitals=ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΟΣ
|Transliteration A=diaulodrómos
|Transliteration B=diaulodromos
|Transliteration C=diavlodromos
|Beta Code=diaulodro/mos
|Definition=running the [[δίαυλος]], IG 7.1772 (Thespiae), ''Liv. Ann.'' 3.146 (Thessaly); written [[διαυλαδρόμος]] CIG 2758 (Aphrodisias); ''metaph'' of the cock, διὰ γὰρ τῆς [[αὐλῆς]] [[τρέχει]] interpol. in Artem. 4.22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαυλαδ- <i>IAphrodisias</i> 3.52.4.11 (imper.)<br />[[corredor del doble estadio]], [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 7.1772.4 (Tespias II d.C.), <i>IAphrodisias</i> [[l.c.]], παῖς <i>IG</i> 5(1).19.8 (Laconia), <i>IKyzikos</i> 526.4 (II/III d.C.), <i>TAM</i> 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.<i>P</i>.10.22a, <i>N</i>.8.26<br /><b class="num">•</b>fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[διαυλοδρόμης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαυλοδρόμος''': ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.
|lstext='''διαυλοδρόμος''': ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[διαυλοδρόμης]].
|mltxt=[[διαυλοδρόμος]] και [[διαυλοδρόμης]] και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο<br /><b>2.</b> (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην [[αυλή]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαυλαδ- <i>IAphrodisias</i> 3.52.4.11 (imper.)<br />[[corredor del doble estadio]], [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 7.1772.4 (Tespias II d.C.), <i>IAphrodisias</i> l.c., παῖς <i>IG</i> 5(1).19.8 (Laconia), <i>IKyzikos</i> 526.4 (II/III d.C.), <i>TAM</i> 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.<i>P</i>.10.22a, <i>N</i>.8.26<br /><b class="num"></b>fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυλοδρόμος Medium diacritics: διαυλοδρόμος Low diacritics: διαυλοδρόμος Capitals: ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: diaulodrómos Transliteration B: diaulodromos Transliteration C: diavlodromos Beta Code: diaulodro/mos

English (LSJ)

running the δίαυλος, IG 7.1772 (Thespiae), Liv. Ann. 3.146 (Thessaly); written διαυλαδρόμος CIG 2758 (Aphrodisias); metaph of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem. 4.22.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): διαυλαδ- IAphrodisias 3.52.4.11 (imper.)
corredor del doble estadio, ἀνήρ IG 7.1772.4 (Tespias II d.C.), IAphrodisias l.c., παῖς IG 5(1).19.8 (Laconia), IKyzikos 526.4 (II/III d.C.), TAM 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.P.10.22a, N.8.26
fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.

German (Pape)

[Seite 609] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. διαυλοδρόμης.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμος: ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.

Greek Monolingual

διαυλοδρόμος και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο
2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή.