ἄνομβρος: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
(big3_4) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anomvros | |Transliteration C=anomvros | ||
|Beta Code=a)/nombros | |Beta Code=a)/nombros | ||
|Definition= | |Definition=ἄνομβρον,<br><span class="bld">A</span> [[without rain]], of countries, [[Herodotus|Hdt.]]2.22, 4.185.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἄ. ῥοαί</b> streams [[not fed by showers]], E.''Ba.''406. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[seco]] de países, Hdt.2.22, 4.185, de un río ῥοαὶ ... ἄνομβροι corrientes que no reciben lluvia</i> E.<i>Ba</i>.408, cf. Hdt.2.25. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0240.png Seite 240]] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, [[χώρα]] Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0240.png Seite 240]] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, [[χώρα]] Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[sans pluie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄμβρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνομβρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не орошаемый дождем]] ([[χώρα]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[не питаемый дождями]] (ποταμοῦ ῥοαί Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνομβρος''': -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, [[ἄνομβρος]] ἡ χώρη καὶ [[ἀκρύσταλλος]] Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406. | |lstext='''ἄνομβρος''': -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, [[ἄνομβρος]] ἡ χώρη καὶ [[ἀκρύσταλλος]] Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνομβρος]], -ον) [[όμβρος]]<br />(για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, [[ξηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄνομβρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[βροχή]], λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· <i>ἄν. ῥοαί</i>, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=without [[rain]], of countries, Hdt.; ἄν. ῥοαί streams not fed by showers, Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ἄνομβρον,
A without rain, of countries, Hdt.2.22, 4.185.
2 ἄ. ῥοαί streams not fed by showers, E.Ba.406.
Spanish (DGE)
-ον
seco de países, Hdt.2.22, 4.185, de un río ῥοαὶ ... ἄνομβροι corrientes que no reciben lluvia E.Ba.408, cf. Hdt.2.25.
German (Pape)
[Seite 240] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, χώρα Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pluie.
Étymologie: ἀ, ὄμβρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνομβρος:
1 не орошаемый дождем (χώρα Her.);
2 не питаемый дождями (ποταμοῦ ῥοαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνομβρος: -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνομβρος, -ον) όμβρος
(για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, ξηρός
αρχ.
(για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές.
Greek Monotonic
ἄνομβρος: -ον, αυτός που δεν έχει βροχή, λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· ἄν. ῥοαί, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ.
Middle Liddell
without rain, of countries, Hdt.; ἄν. ῥοαί streams not fed by showers, Eur.