ἀνδρογόνος: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=androgonos
|Transliteration C=androgonos
|Beta Code=a)ndrogo/nos
|Beta Code=a)ndrogo/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">begetting men</b>, <b class="b3">ἡμέρα ἀ</b>. a day <b class="b2">favourable for begetting</b> (or <b class="b2">for the birth of</b>) <b class="b2">male children</b>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>783</span>,<span class="bibl">788</span>.</span>
|Definition=ἀνδρογόνον, [[begetting men]], <b class="b3">ἡμέρα ἀ.</b> a day [[favourable for begetting]] (or [[for the birth of]]) [[male children]], Hes. ''Op.''783,788.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que favorece el nacimiento de varones]] (ἡμέρα) Hes.<i>Op</i>.783, 788, 794.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0218.png Seite 218]] [[ἡμέρα]] Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, <span class="ggns">Gegensatz</span> κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι [[γενέσθαι]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des hommes, <i>càd de</i>s enfants mâles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρογόνος:''' [[благоприятствующий рождению мужского потомства]] ([[ἡμέρα]] Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδρογόνος''': -ον, ([[ἡμέρα]]) [[ἀνδρογόνος]], [[πρόσφορος]] πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]]<br />[[begetting]] males, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρογόνος Medium diacritics: ἀνδρογόνος Low diacritics: ανδρογόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: androgónos Transliteration B: androgonos Transliteration C: androgonos Beta Code: a)ndrogo/nos

English (LSJ)

ἀνδρογόνον, begetting men, ἡμέρα ἀ. a day favourable for begetting (or for the birth of) male children, Hes. Op.783,788.

Spanish (DGE)

-ον
que favorece el nacimiento de varones (ἡμέρα) Hes.Op.783, 788, 794.

German (Pape)

[Seite 218] ἡμέρα Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, Gegensatz κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι γενέσθαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des hommes, càd des enfants mâles.
Étymologie: ἀνήρ, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρογόνος: благоприятствующий рождению мужского потомства (ἡμέρα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρογόνος: -ον, (ἡμέρα) ἀνδρογόνος, πρόσφορος πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)
νεοελλ.
βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα
α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση
β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες
αρχ.
ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.

Greek Monotonic

ἀνδρογόνος: -ον (ἀνήρ, γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, γίγνομαι
begetting males, Hes.