προδιάκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodiakeimai | |Transliteration C=prodiakeimai | ||
|Beta Code=prodia/keimai | |Beta Code=prodia/keimai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass., to [[be in a certain condition]] or [[state before]], τῇ γνώμῃ Arr.''Epict.''3.21.14. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0715.png Seite 715]] (s. [[κεῖμαι]]), vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein, Arr. Epict. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προδιάκειμαι''': Παθ., [[διάκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] («[[προδιάκειμαι]] τῇ γνώμῃ», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διάκειμαι]] «βρίσκομαι σε μια [[θέση]] ή ψυχική [[κατάσταση]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., to be in a certain condition or state before, τῇ γνώμῃ Arr.Epict.3.21.14.
German (Pape)
[Seite 715] (s. κεῖμαι), vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein, Arr. Epict.
Greek (Liddell-Scott)
προδιάκειμαι: Παθ., διάκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.
Greek Monolingual
Α
βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική κατάσταση ή διάθεση («προδιάκειμαι τῇ γνώμῃ», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διάκειμαι «βρίσκομαι σε μια θέση ή ψυχική κατάσταση»].