γλαυκειοῦς: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
(big3_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glafkeioys
|Transliteration C=glafkeioys
|Beta Code=glaukeiou=s
|Beta Code=glaukeiou=s
|Definition=οῦν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γλαύκινος]], <span class="title">IG</span>2.759 ii 11 (iv B. C.).</span>
|Definition=οῦν, = [[γλαύκινος]], ''IG''2.759 ii 11 (iv B. C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦν<br />[[de color gris azulado]] χιτωνίσκος <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1523.2.18, cf. 1518.52 (ambas IV a.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαυκειοῦς''': ᾶ, οῦν, [[γλαύκινος]], ἔχων [[χρῶμα]] γλαυκόν, CIA ΙΙ, 759, Π, 11· πρβλ. [[βατραχειοῦς]], (ᾶ, οῦν), φοινικειοῦς, κλ.
|lstext='''γλαυκειοῦς''': ᾶ, οῦν, [[γλαύκινος]], ἔχων [[χρῶμα]] γλαυκόν, CIA ΙΙ, 759, Π, 11· πρβλ. [[βατραχειοῦς]], (ᾶ, οῦν), φοινικειοῦς, κλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-οῦν<br />[[de color gris azulado]] χιτωνίσκος <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1523.2.18, cf. 1518.52 (ambas IV a.C.).
|mltxt=γλαυκειοῦς -ᾱ, -οῦν (Α)<br />αυτός που έχει γλαυκό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το [[ιμάτιο]], τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό της λ. [[πρβλ]]. <i>βατραχειούς</i>, [[φοινικιούς]], επίθετα [[επίσης]] δηλωτικά χρωμάτων].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκειοῦς Medium diacritics: γλαυκειοῦς Low diacritics: γλαυκειούς Capitals: ΓΛΑΥΚΕΙΟΥΣ
Transliteration A: glaukeioûs Transliteration B: glaukeious Transliteration C: glafkeioys Beta Code: glaukeiou=s

English (LSJ)

οῦν, = γλαύκινος, IG2.759 ii 11 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

-οῦν
de color gris azulado χιτωνίσκος IG 22.1523.2.18, cf. 1518.52 (ambas IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκειοῦς: ᾶ, οῦν, γλαύκινος, ἔχων χρῶμα γλαυκόν, CIA ΙΙ, 759, Π, 11· πρβλ. βατραχειοῦς, (ᾶ, οῦν), φοινικειοῦς, κλ.

Greek Monolingual

γλαυκειοῦς -ᾱ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ιμάτιο, τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό της λ. πρβλ. βατραχειούς, φοινικιούς, επίθετα επίσης δηλωτικά χρωμάτων].