obstáculo: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἔμφραγμα]], [[διάφραγμα]], [[ἀντιπίπτω]], [[ἐμποδών]], [[εἱργμός]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἔνστημα]], [[βάσανος]], [[ | |sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἔμφραγμα]], [[διάφραγμα]], [[ἀντιπίπτω]], [[ἐμποδών]], [[εἱργμός]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἔνστημα]], [[βάσανος]], [[τὸ ἐμπόδιον]], [[ἐμπόδιον]], [[ἐνστατικός]], [[ἔνεδρον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:39, 7 December 2023
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἔμφραγμα, διάφραγμα, ἀντιπίπτω, ἐμποδών, εἱργμός, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἀντίκρουσις, ἔνστημα, βάσανος, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον, ἐνστατικός, ἔνεδρον