πυράμινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyraminos
|Transliteration C=pyraminos
|Beta Code=pura/minos
|Beta Code=pura/minos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], η, ον,</b> (πυρός) poet. for <b class="b3">πύρινος</b>, as <b class="b3">κριθάμινος</b> for <b class="b3">κρίθινος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wheaten</b>, ἀθέρες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>117</span>; ἄλευρα <span class="bibl">Polyaen.4.3.32</span>; cf. <b class="b3">σπυραμινός</b>.</span>
|Definition=[ᾰ], η, ον, ([[πυρός]]) ''poet.'' for [[πύρινος]], as [[κριθάμινος]] for [[κρίθινος]], [[wheaten]], ἀθέρες Hes.''Fr.''117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. [[σπυραμινός]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] poet. = [[πύρινος]], von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. [[κριθάμινος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῡράμινος:''' [[пшеничный]] ([[ἀθήρ]] Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''πῡράμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ [[πύρινος]], ὡς τὸ [[κριθάμινος]] ἀντὶ [[κρίθινος]], ὁ ἐκ σίτου, [[σίτινος]], ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.
}}
{{grml
|mltxt=και σπυράμενος, -η, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που αποτελείται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[αντί]] του [[πύρινος]] ΙΙ), [[κατά]] τα <i>κυ</i>-<i>άμινος</i>, <i>σησ</i>-<i>άμινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κριθάμινος]]: [[κρίθινος]]: [[κριθή]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡράμῐνος Medium diacritics: πυράμινος Low diacritics: πυράμινος Capitals: ΠΥΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: pyráminos Transliteration B: pyraminos Transliteration C: pyraminos Beta Code: pura/minos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος, wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.

German (Pape)

[Seite 820] poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριθάμινος.

Russian (Dvoretsky)

πῡράμινος: пшеничный (ἀθήρ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡράμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ πύρινος, ὡς τὸ κριθάμινος ἀντὶ κρίθινος, ὁ ἐκ σίτου, σίτινος, ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.

Greek Monolingual

και σπυράμενος, -η, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί του πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ-άμινος, σησ-άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)].