ῥοδῆ: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rodi
|Transliteration C=rodi
|Beta Code=r(odh=
|Beta Code=r(odh=
|Definition=ἡ, contr. for <b class="b3">ῥοδέη</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ῥοδέα]], <b class="b2">rose-bush</b>, <span class="bibl">Archil.29</span>, Asclep.Myrl. ap. <span class="bibl">Ath.2.50e</span>, Pamphil.ib. <span class="bibl">52f</span>; Ion. ῥοδέη <span class="bibl">A.R.3.1020</span> (but v. [[ῥόδον]] init.).</span>
|Definition=ἡ, contr. for [[ῥοδέη]] = [[ῥοδέα]], [[rose-bush]], Archil.29, Asclep.Myrl. ap. Ath.2.50e, Pamphil.ib. 52f; Ion. [[ῥοδέη]] A.R.3.1020 (but v. [[ῥόδον]] init.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] ἡ, zsgz. = [[ῥοδέα]], Rosenstrauch, Archil. frg. 7 bei Ath. II, 32 f.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[buisson de roses]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
}}
{{ls
|lstext='''ῥοδῆ''': ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ [[ῥοδέα]], «τριανταφυλλιά», Ἀρχίλ. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 4· Ἰωνικ. ῥοδέη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1020. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 570.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥοδῆ]], ΝΜΑ, και [[ροδέα]], Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες της τάξης [[ροδώδη]], αλλ. [[ρόζα]], κοινώς γνωστό [[σήμερα]] ως [[τριανταφυλλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> / -<i>έη</i> / -<i>ῆ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-<i>ῆ</i> / -<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i></i> / -<i>έα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥοδῆ:''' ἡ, συνηρ. αντί <i>ῥοδέη</i>= [[ῥοδέα]], [[τριανταφυλλιά]], σε Αρχίλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[rose]]-[[tree]], [[rose]]-[[bush]], Archil.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδῆ Medium diacritics: ῥοδῆ Low diacritics: ροδή Capitals: ΡΟΔΗ
Transliteration A: rhodē̂ Transliteration B: rhodē Transliteration C: rodi Beta Code: r(odh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for ῥοδέη = ῥοδέα, rose-bush, Archil.29, Asclep.Myrl. ap. Ath.2.50e, Pamphil.ib. 52f; Ion. ῥοδέη A.R.3.1020 (but v. ῥόδον init.).

German (Pape)

[Seite 846] ἡ, zsgz. = ῥοδέα, Rosenstrauch, Archil. frg. 7 bei Ath. II, 32 f.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
buisson de roses.
Étymologie: ῥόδον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδῆ: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ῥοδέα, «τριανταφυλλιά», Ἀρχίλ. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 4· Ἰωνικ. ῥοδέη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1020. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 570.

Greek Monolingual

η / ῥοδῆ, ΝΜΑ, και ροδέα, Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, αλλ. ρόζα, κοινώς γνωστό σήμερα ως τριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -έα / -έη / - (πρβλ. μηλ- / -έα, συκ- / -έα)].

Greek Monotonic

ῥοδῆ: ἡ, συνηρ. αντί ῥοδέη= ῥοδέα, τριανταφυλλιά, σε Αρχίλ.

Middle Liddell

a rose-tree, rose-bush, Archil.