salida: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐκβολή]], [[ἐξαγωγή]], [[ἀπόφευξις]], [[διέξοδος]], [[διέκβασις]], [[ἐκροή]], [[ἔκρηξις]], [[ἀπόβασις]], [[εἴσχυσις]], [[ἔκστασις]], [[ἔκπτωσις]], [[ἀπαλλαγή]], [[ἀφετήριος]], [[ἔκδοσις]], [[βαλβίς]], [[γέννα]], [[ἄφιξις]], [[ἔκβασις]], [[ἄπαρσις]], [[ἀναφορά]], [[ἀνατολή]], [[δίοδος]], [[διόδευσις]], [[διέκπλοος]], [[διεκβολή]], [[δίϊξις]], [[ἀφετήρ]], [[ἀπόπλοος]], [[δίεξις]], [[διήλυσις]], [[ἐκπέραμα]], [[διεξέλευσις]], [[διέκπτωσις]], [[ἐκχώρησις]], [[ἐκδρομή]], [[διάρρους]], [[ἔκροος]], [[ἀνάσχεσις]], [[ἔκδυσις]], [[ἐκπόρευσις]], [[ἐκθόρημα]], [[ἀπόπλωσις]], [[διεξόα]], [[ἔκρευσις]], [[ἄφεσις]], [[ἀνάπλους]] | |sltx=[[ἐκβολή]], [[ἐξαγωγή]], [[ἀπόφευξις]], [[διέξοδος]], [[ἔξοδος]], [[διέκβασις]], [[ἐκροή]], [[ἔκρηξις]], [[ἀπόβασις]], [[εἴσχυσις]], [[ἔκστασις]], [[ἔκπτωσις]], [[ἀπαλλαγή]], [[ἀφετήριος]], [[ἔκδοσις]], [[βαλβίς]], [[γέννα]], [[ἄφιξις]], [[ἔκβασις]], [[ἄπαρσις]], [[ἀναφορά]], [[ἀνατολή]], [[δίοδος]], [[διόδευσις]], [[διέκπλοος]], [[διεκβολή]], [[δίϊξις]], [[ἀφετήρ]], [[ἀπόπλοος]], [[δίεξις]], [[διήλυσις]], [[ἐκπέραμα]], [[διεξέλευσις]], [[διέκπτωσις]], [[ἐκχώρησις]], [[ἐκδρομή]], [[διάρρους]], [[ἔκροος]], [[ἀνάσχεσις]], [[ἔκδυσις]], [[ἐκπόρευσις]], [[ἐκθόρημα]], [[ἀπόπλωσις]], [[διεξόα]], [[ἔκρευσις]], [[ἄφεσις]], [[ἀνάπλους]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 19 May 2023
Spanish > Greek
ἐκβολή, ἐξαγωγή, ἀπόφευξις, διέξοδος, ἔξοδος, διέκβασις, ἐκροή, ἔκρηξις, ἀπόβασις, εἴσχυσις, ἔκστασις, ἔκπτωσις, ἀπαλλαγή, ἀφετήριος, ἔκδοσις, βαλβίς, γέννα, ἄφιξις, ἔκβασις, ἄπαρσις, ἀναφορά, ἀνατολή, δίοδος, διόδευσις, διέκπλοος, διεκβολή, δίϊξις, ἀφετήρ, ἀπόπλοος, δίεξις, διήλυσις, ἐκπέραμα, διεξέλευσις, διέκπτωσις, ἐκχώρησις, ἐκδρομή, διάρρους, ἔκροος, ἀνάσχεσις, ἔκδυσις, ἐκπόρευσις, ἐκθόρημα, ἀπόπλωσις, διεξόα, ἔκρευσις, ἄφεσις, ἀνάπλους