ἔκδυσις

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῠσις Medium diacritics: ἔκδυσις Low diacritics: έκδυσις Capitals: ΕΚΔΥΣΙΣ
Transliteration A: ékdysis Transliteration B: ekdysis Transliteration C: ekdysis Beta Code: e)/kdusis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A getting out, escape, opp. ἔσοδος, Hdt.2.121.γ'; τὴν ἔ. ποιεῖσθαι to make their way out, Id.3.109; οὐκ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐκ εἶναι δούλους Id.8.100, cf. Pl.Cra.426a; πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν; Timo 48 (v.l. ἔκλυσιν).
II stripping, deprivation, Man.4.331 (pl.).

Spanish (DGE)

(ἔκδῠσις) -εως, ἡ
• Grafía: graf. ἔγδ-
• Morfología: [nom. plu. ἐκδύσιες Man.4.331]
I 1como n. de acción salida, escape ἀσφαλέα ἔκδυσιν ... ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.146, cf. 109, ἐκείνῳ παρασχεῖν ἔκδυσιν Ael.NA 5.47
fig. salida, escapatoria, solución οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐ ... εἶναι σοὺς δούλους Hdt.8.100, ἐκδύσεις ... τῷ μὴ ἐθέλοντι λόγον διδόναι Pl.Cra.426a, c. gen. obj. πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν ... σοφιστῶν Timo SHell.822.1.
2 concr. salida, lugar de salida οἴκημα ἀσινὲς καὶ οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον Hdt.2.121γ, γωλεὸν, ποιοῦσιν, ἔκδυσιν ἔχοντα ἐκ τοῦ ποταμοῦ Arist.HA 603a6.
II 1hecho de despojarse o desnudarse, desnudamiento Basil.M.31.1457B, Chrys.M.62.339
de anim. muda τὴν ἔκδυσιν ποιοῦνται οὐχ ὁμοίαν τοῖς ὄφεσιν Arist.HA 601a15
fig. μετὰ ἔκδυσιν ῥύπου ἄφοβός ἐστι Didym.in Iob 304.27, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου Epiph.Const.Hom.M.43.504D.
2 despojo, expolio ἐπήρειαί τε καὶ ἐκδύσιες Man.l.c.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, das Ausrücken, Entkommen; Her. 3; 146; ἔκδυσιν ποιεῖσθαι, herauskriechen, 3, 109; οὐ γάρ ἐστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ εἶναι σοὺς δούλους, sie können der Sklaverei nicht entzehen, 8, 190; die Ausflucht, Plat. Crat. 426 a; Ort zum Herauskommen, Ausgang, entgegengesetzt ἴςοδος, Her. 2, 121, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'échapper, sortie, évasion;
2 endroit pour s'échapper, issue, sortie ; fig. moyen d'échapper.
Étymologie: ἐκδύω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδῠσις: εως ἡ
1 выход (οἴκημα οὐδὲ ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν ἔχων Her.);
2 выход, способ избежать (οὔκ ἐστίν τινι οὐδεμίη ἔ. μὴ οὐκ εἶναι … Her.);
3 увертка, уловка Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδῠσις: -εως, ἡ, ἔξοδος, διαφυγή, ἀντίθετον τῷ εἴσοδος, τὸ δὲ οἴκημα ἀσινὲς οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον Ἡρόδ. 2. 121, 3· διαφαγόντα δὲ τὴν νυδὴν αὐτῆς οὕτω τὴν ἔκδυσιν ποιέεται, περὶ τῆς γεννήσεως τῶν ἐχιδνῶν καὶ τῶν ἐν Ἀραβίᾳ ὑποπτέρων ὄφεων, ὁ αὐτ. 3. 109· οὐκ ἔστιν Ἕλλησιν οὐδεμία ἔκδ. μὴ οὐκ εἶναι δούλους ὁ αὐτ. 8. 100, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 426C.

Greek Monotonic

ἔκδῠσις: -εως, ἡ, έξοδος, διαφυγή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἔκδῠσις, εως
a getting out, way out, Hdt. [from ἐκδύω