ἔκδυσις
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A getting out, escape, opp. ἔσοδος, Hdt.2.121.γ'; τὴν ἔ. ποιεῖσθαι to make their way out, Id.3.109; οὐκ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐκ εἶναι δούλους Id.8.100, cf. Pl.Cra.426a; πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν; Timo 48 (v.l. ἔκλυσιν).
II stripping, deprivation, Man.4.331 (pl.).
Spanish (DGE)
(ἔκδῠσις) -εως, ἡ
• Grafía: graf. ἔγδ-
• Morfología: [nom. plu. ἐκδύσιες Man.4.331]
I 1como n. de acción salida, escape ἀσφαλέα ἔκδυσιν ... ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.146, cf. 109, ἐκείνῳ παρασχεῖν ἔκδυσιν Ael.NA 5.47
•fig. salida, escapatoria, solución οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐ ... εἶναι σοὺς δούλους Hdt.8.100, ἐκδύσεις ... τῷ μὴ ἐθέλοντι λόγον διδόναι Pl.Cra.426a, c. gen. obj. πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν ... σοφιστῶν Timo SHell.822.1.
2 concr. salida, lugar de salida οἴκημα ἀσινὲς καὶ οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον Hdt.2.121γ, γωλεὸν, ποιοῦσιν, ἔκδυσιν ἔχοντα ἐκ τοῦ ποταμοῦ Arist.HA 603a6.
II 1hecho de despojarse o desnudarse, desnudamiento Basil.M.31.1457B, Chrys.M.62.339
•de anim. muda τὴν ἔκδυσιν ποιοῦνται οὐχ ὁμοίαν τοῖς ὄφεσιν Arist.HA 601a15
•fig. μετὰ ἔκδυσιν ῥύπου ἄφοβός ἐστι Didym.in Iob 304.27, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου Epiph.Const.Hom.M.43.504D.
2 despojo, expolio ἐπήρειαί τε καὶ ἐκδύσιες Man.l.c.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, das Ausrücken, Entkommen; Her. 3; 146; ἔκδυσιν ποιεῖσθαι, herauskriechen, 3, 109; οὐ γάρ ἐστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ εἶναι σοὺς δούλους, sie können der Sklaverei nicht entzehen, 8, 190; die Ausflucht, Plat. Crat. 426 a; Ort zum Herauskommen, Ausgang, entgegengesetzt ἴςοδος, Her. 2, 121, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'échapper, sortie, évasion;
2 endroit pour s'échapper, issue, sortie ; fig. moyen d'échapper.
Étymologie: ἐκδύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδῠσις: εως ἡ
1 выход (οἴκημα οὐδὲ ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν ἔχων Her.);
2 выход, способ избежать (οὔκ ἐστίν τινι οὐδεμίη ἔ. μὴ οὐκ εἶναι … Her.);
3 увертка, уловка Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδῠσις: -εως, ἡ, ἔξοδος, διαφυγή, ἀντίθετον τῷ εἴσοδος, τὸ δὲ οἴκημα ἀσινὲς οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον Ἡρόδ. 2. 121, 3· διαφαγόντα δὲ τὴν νυδὴν αὐτῆς οὕτω τὴν ἔκδυσιν ποιέεται, περὶ τῆς γεννήσεως τῶν ἐχιδνῶν καὶ τῶν ἐν Ἀραβίᾳ ὑποπτέρων ὄφεων, ὁ αὐτ. 3. 109· οὐκ ἔστιν Ἕλλησιν οὐδεμία ἔκδ. μὴ οὐκ εἶναι δούλους ὁ αὐτ. 8. 100, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 426C.
Greek Monotonic
ἔκδῠσις: -εως, ἡ, έξοδος, διαφυγή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἔκδῠσις, εως
a getting out, way out, Hdt. [from ἐκδύω