στενόσημος: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stenosimos | |Transliteration C=stenosimos | ||
|Beta Code=steno/shmos | |Beta Code=steno/shmos | ||
|Definition= | |Definition=στενόσημον, [[with narrow border]]: ἡ στενόσημος = Lat. [[tunica angusticlavia]], opp. [[πλατύσημος]], Arr.''Epict.''1.24.12. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] mit schmalem Saume, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[πλατύσημος]]; ἡ στ., ''[[sc.]]'' [[ἐσθής]], tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στενόσημος''': -ον, ὁ ἔχων στενὴν παρυφήν (οὔγιαν), στενὸν [[κράσπεδον]], ἡ [[στενόσημος]], τὸ παρὰ Ρωμαίοις tunica angust - clavia, ἀντίθετον τῷ πλατυσ-, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στενή [[παρυφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[στενόσημος]]<br />(στους Ρωμαίους) ο [[χιτώνας]] που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την [[τάξη]] τών δημοτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[πλατύσημος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
στενόσημον, with narrow border: ἡ στενόσημος = Lat. tunica angusticlavia, opp. πλατύσημος, Arr.Epict.1.24.12.
German (Pape)
[Seite 935] mit schmalem Saume, Gegensatz πλατύσημος; ἡ στ., sc. ἐσθής, tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στενόσημος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν παρυφήν (οὔγιαν), στενὸν κράσπεδον, ἡ στενόσημος, τὸ παρὰ Ρωμαίοις tunica angust - clavia, ἀντίθετον τῷ πλατυσ-, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει στενή παρυφή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενόσημος
(στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύσημος].