πλατύσημος

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύσημος Medium diacritics: πλατύσημος Low diacritics: πλατύσημος Capitals: ΠΛΑΤΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: platýsēmos Transliteration B: platysēmos Transliteration C: platysimos Beta Code: platu/shmos

English (LSJ)

πλατύσημον, (σῆμα)
A with broad border, πλατύσημος χιτών = Lat. tunica laticlavia, D.S.36.7, Str.3.5.1; ἡ πλατύσημος ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις PHamb.10.15 (ii A.D.): abs., ἡ πλατύσημος Arr.Epict.1.24.12; cf. στενόσημος.
II of those entitled to wear it, χιλίαρχος πλατύσημος = tribunus laticlavius, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), IGRom.3.554 (Tlos), 889 (Adana).

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. « à large insigne » ; ἡ πλατύσημος, laticlave ou robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (lat. tunica laticlavia).
Étymologie: πλατύς, σῆμα.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύσημος: (ῠ) (лат. laticlavius) с широкой каймой (χιτών Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύσημος: -ον, (σῆμα) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. χιτών, Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, μάλιστα ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· οὕτως, ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ στενόσημος, tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, χιλίαρχος πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά παρυφή, φαρδύ γύρο
2. (στη Ρώμη) (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα
3. φρ. «πλατύσημος χιτών» και «πλατύσημος ἐσθής» — η τήβεννος τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή παρυφή
4. το θηλ. ως ουσ.πλατύσημος
η φερώνυμη τήβεννος τών Ρωμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σημος (< σῆμα)].