σύνηλυς: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synilys
|Transliteration C=synilys
|Beta Code=su/nhlus
|Beta Code=su/nhlus
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">convenae</b>, Gloss.</span>
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, [[convenae]], ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1023.png Seite 1023]] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.
}}
{{ls
|lstext='''σύνηλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς [[ὁμοῦ]] γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. [[σύγκλυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται ή πορεύεται [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο [[σημείο]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>εληθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μελλ. του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[ἔπηλυς]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηλῠς Medium diacritics: σύνηλυς Low diacritics: σύνηλυς Capitals: ΣΥΝΗΛΥΣ
Transliteration A: sýnēlys Transliteration B: synēlys Transliteration C: synilys Beta Code: su/nhlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, convenae, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.

Greek Monolingual

-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπηλυς)].