αγκύλος: Difference between revisions
(1) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγκύλος]], -η, -ον)<br />[[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[γαμψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το ύφος του λόγου) α) [[στρυφνός]], [[περίπλοκος]]<br />β) [[σαφής]], [[λιτός]]<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[αρπακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγκύλος]], -η, -ον)<br />[[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[γαμψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το ύφος του λόγου) α) [[στρυφνός]], [[περίπλοκος]]<br />β) [[σαφής]], [[λιτός]]<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[αρπακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από τη [[ρίζα]] <i>ἀγκ</i>- όπως και τα [[αγκάλη]], [[αγκύλη]], [[άγκυρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγκυλοῦμαι</i>, <i>ἀγκυλῶ</i> <b>νεοελλ.</b> [[αγκυλότητα]], [[αγκυλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγκυλοβλέφαρος</i>, <i>ἀγκυλόγλωσσος</i>, [[ἀγκυλόδους]], [[ἀγκυλομήτης]], [[ἀγκυλόπους]], [[ἀγκυλότοξος]] κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀγκυλοκοπῶ</i>, <i>ἀγκυλόρρινος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγκύλος, -η, -ον)
κυρτός, καμπύλος, γαμψός
αρχ.
1. (για το ύφος του λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος
β) σαφής, λιτός
2. πονηρός, πανούργος
3. αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη ρίζα ἀγκ- όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῦμαι, ἀγκυλῶ νεοελλ. αγκυλότητα, αγκυλώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγκυλοβλέφαρος, ἀγκυλόγλωσσος, ἀγκυλόδους, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόπους, ἀγκυλότοξος κ.ά.
μσν.
ἀγκυλοκοπῶ, ἀγκυλόρρινος].