ακονίζω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] ( | |mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)<br /><b>5.</b> «ακονίζει την [[πένα]] του» — ετοιμάζεται να γράψει με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος σε -<i>ίζω</i> τυπος του αρχαίου <i>ἀκονῶ</i> λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων <i>ακόνησα</i>, <i>ακονήσω</i> κ.λπ. [[προς]] τους αντίστοιχους τύπους σε -<i>ίσα</i>, -<i>ίσω</i> τών ρημάτων σε -<i>ίζω</i> (πρβλ. [[ζωγραφίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]], [[κλονίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κλονώ]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκονιστός</i>, <b>νεοελλ.</b> [[ακόνισμα]], [[ακονιστήρι]], [[ακονιστής]], [[ακονιστικός]], [[ακόνιστος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 23 December 2018
Greek Monolingual
και ακονώ -άω (Α ἀκονῶ)
1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω
«ακονίζω το μαχαίρι»
«ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)
«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20)
2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι
«ακονισμένο μυαλό»
«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (Ξεν. Οικ. 21, 3)
3. «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία, ή περιμένει κάτι ευχάριστο
4. «ακονίζει τη γλώσσα του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με ευφράδεια ή οξύτητα (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)
5. «ακονίζει την πένα του» — ετοιμάζεται να γράψει με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σε -ίζω τυπος του αρχαίου ἀκονῶ λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων ακόνησα, ακονήσω κ.λπ. προς τους αντίστοιχους τύπους σε -ίσα, -ίσω τών ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφίζω < ζωγραφώ, κλονίζω < κλονώ κ.λπ.).
ΠΑΡ. μσν. ἀκονιστός, νεοελλ. ακόνισμα, ακονιστήρι, ακονιστής, ακονιστικός, ακόνιστος].