ἀνάποινος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάποινος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται [[χωρίς]] [[λύτρα]] ή [[χωρίς]] δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία [[φορά]], Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄποινα]] «δώρα, [[λίτρα]]» <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]].
|mltxt=[[ἀνάποινος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται [[χωρίς]] [[λύτρα]] ή [[χωρίς]] δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία [[φορά]], Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄποινα]] «δώρα, [[λίτρα]]» <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάποινος:''' -ον ([[ἄποινα]]), αυτός που δεν έχει [[ποινή]], μόνο στο ουδ. <i>ἀνάποινον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάποινος Medium diacritics: ἀνάποινος Low diacritics: ανάποινος Capitals: ΑΝΑΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: anápoinos Transliteration B: anapoinos Transliteration C: anapoinos Beta Code: a)na/poinos

English (LSJ)

ον,

   A without ransom, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.

German (Pape)

[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.

English (Autenrieth)

(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.

Greek Monolingual

ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.

Greek Monotonic

ἀνάποινος: -ον (ἄποινα), αυτός που δεν έχει ποινή, μόνο στο ουδ. ἀνάποινον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.