ἀλλοδοξία: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλλοδοξία]]) [[ἀλλόδοξος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να ανήκει [[κανείς]] σε [[άλλο]] θρησκευτικό [[δόγμα]], η [[ετεροδοξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σφαλερή [[γνώμη]] ή [[αντίληψη]]. | |mltxt=η (Α [[ἀλλοδοξία]]) [[ἀλλόδοξος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να ανήκει [[κανείς]] σε [[άλλο]] θρησκευτικό [[δόγμα]], η [[ετεροδοξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σφαλερή [[γνώμη]] ή [[αντίληψη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλοδοξία:''' ἡ неправильное мнение, заблуждение Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἠ,
A mistaking of one thing for another, ib. 189b. II revolutionary spirit, D.C.79.5.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I equivocación por tomar una cosa por otra, confusión ἀλλοδοξίαν τινὰ οὖσαν φευδῆ φαμεν εἶναι δόξαν Pl.Tht.189b, ἀπορία καὶ ἀ. Plot.4.4.17.
II 1opinión diferente o contraria al régimen político, oposición καθηγεμὼν ... ἀλλοδοξίας D.C.79.5.3.
2 heterodoxia Ath.Al.M.26.532B, cf. M.26.369A.
Greek Monolingual
η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοδοξία: ἡ неправильное мнение, заблуждение Plat.