ἀλεξήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλεξήτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />ο [[ἀλεξητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>]. | |mltxt=[[ἀλεξήτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />ο [[ἀλεξητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλεξήτωρ:''' -ορος, ὁ = [[ἀλεξητήρ]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ S.OC143, cf. Apollod.Hist.30.
German (Pape)
[Seite 92] ορος, ὁ, Ζεύς Soph. O. C. 141, der Retter; Schol. Od. 23, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ, = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ, Σοφ. Ο. Κ. 143.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
protecteur.
Étymologie: ἀλέξω.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
salvador, protector Ζεῦ S.OC 143, ἰδέα Apollod.Hist.129.
Greek Monolingual
ἀλεξήτωρ (-ορος), ο (Α)
ο ἀλεξητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω].
Greek Monotonic
ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ = ἀλεξητήρ, σε Σοφ.