βαθύρριζος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαθύρριζος]], -ον)<br />αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται [[βαθιά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαθύρριζος]], -ον)<br />αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται [[βαθιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), [[βαθιά]] ριζωμένος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύρρῑζος Medium diacritics: βαθύρριζος Low diacritics: βαθύρριζος Capitals: ΒΑΘΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: bathýrrizos Transliteration B: bathyrrizos Transliteration C: vathyrrizos Beta Code: baqu/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A deep-rooted, δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Q.S. 4.202; πέτρα, i.e. lofty, Trag.Adesp.203: Comp.-ριζότερος Thphr. HP1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύρριζος: -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, δρῦς Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux racines profondes.
Étymologie: βαθύς, ῥίζα.

Spanish (DGE)

(βᾰθύρριζος) -ον
de honda raíz δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.HP 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202
de inamovible base πέτρα Trag.Adesp.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύρριζος, -ον)
αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται βαθιά.

Greek Monotonic

βᾰθύρριζος: -ον (ῥίζα), βαθιά ριζωμένος, σε Σοφ.