αλλαχού: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλαχοῦ]] <b>επίρρ.</b> (ΑΜ)<br />[[κάπου]] [[αλλού]], σε [[άλλο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. [[άλλος]] με ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλλαχή</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ου</i>].
|mltxt=[[ἀλλαχοῦ]] <b>επίρρ.</b> (ΑΜ)<br />[[κάπου]] [[αλλού]], σε [[άλλο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. [[άλλος]] με ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (πρβλ. <i>ἀλλαχή</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ου</i>].
}}
}}

Revision as of 10:58, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ)
κάπου αλλού, σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. -ου].