ἀναδέσμη: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναδέσμη]], η (Α) [[ἀναδέω]] [[κορδέλα]] που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό [[δίχτυ]] γι’ αυτά, [[φιλές]].
|mltxt=[[ἀναδέσμη]], η (Α) [[ἀναδέω]] [[κορδέλα]] που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό [[δίχτυ]] γι’ αυτά, [[φιλές]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδέσμη:''' ἡ, [[ταινία]] για τα μαλλιά, [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, [[ἀνά]]-δεσμος, <i>ὁ</i> ([[ἀναδέω]]), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδέσμη Medium diacritics: ἀναδέσμη Low diacritics: αναδέσμη Capitals: ΑΝΑΔΕΣΜΗ
Transliteration A: anadésmē Transliteration B: anadesmē Transliteration C: anadesmi Beta Code: a)nade/smh

English (LSJ)

ἡ,

   A band for women's hair, snood, πλεκτὴ ἀ. Il.22.469, cf. AP5.275 (Agath.), E.Med.978 Porson.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, Hauptbinde, Haarband der Frauen, πλεκτή, Il. 22, 469, neben κεκρύφαλος, wie Agath. 5 (V, 276) u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία πρὸς συγκράτησιν τῆς γυναικείας κόμης, κεφαλόδεσμος, ἀνάδημα, ὡς ἡ μίτρα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην, «σειρὰ ἣν κύκλῳ περὶ τοὺς κροτάφους ἀναδοῦσιν» (Εὐστ.), Ἰλ. Χ. 469, Ἀνθ. Π. 5. 276, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 978: - ἴδ. εἰκόνα ἐν τῇ τοῦ Σχλίεμ. Τρωάδι σ. 255. - καὶ πρβλ. δέσμα ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bandeau pour la chevelure des femmes.
Étymologie: ἀναδέω.

English (Autenrieth)

(ἀναδέω): head-band, πλεκτή, Il. 22.469†. (See cut.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
cinta para el cabello πλεκτή Il.22.469, χρυσέη E.Med.978, Nonn.D.5.133, ἀργυρέη AP 5.276 (Agath.).

Greek Monolingual

ἀναδέσμη, η (Α) ἀναδέω κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές.

Greek Monotonic

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία για τα μαλλιά, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, ἀνά-δεσμος, (ἀναδέω), σε Ανθ.