ἀνασφάλλω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνασφάλλω]] (Α)<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μετά]] από [[πέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από [[αρρώστια]], [[αναλαμβάνω]]. | |mltxt=[[ἀνασφάλλω]] (Α)<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μετά]] από [[πέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από [[αρρώστια]], [[αναλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, αμτβ., ανασηκώνομαι [[μετά]] από [[πτώση]] ή [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -σφαλῶ J.AJ17.6.5 (v.l. -σφῆλαι), intr., rise from a fall or illness, recover, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c; ἐκ τῆς νόσου Nic.Dam.p.98D., cf. Babr.75.9; νόσου καὶ πόνων Id.78.3, cf. D.Chr.34.5; ἐκ κακῶν Luc.Abd.32: abs., J.l.c.
German (Pape)
[Seite 210] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασφάλλω: μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε σφάλλω), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, ἀναλαμβάνω, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, ἀναστάς, ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνασφαλῶ, ao. ἀνέσφηλα;
se relever d’une chute : ἐκ νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d’une maladie.
Étymologie: ἀνά, σφάλλω.
Spanish (DGE)
1 en cuanto a la salud convalecer, sanar c. gen. συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c, ἐκ (τῆς) νόσου Nic.Dam.Vit.Caes.21, cf. POxy.939.5 (IV d.C.), Babr.75.9, 78.3, ἐκ κακῶν Luc.Abd.32
•abs. Aristaenet.1.10.86, I.AI 17.171, D.C.51.14.3.
2 en sent. económico y social recuperarse, restablecerse, POxy.2713.18.
Greek Monolingual
ἀνασφάλλω (Α)
(αμτβ.)
1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο
2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω.
Greek Monotonic
ἀνασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αμτβ., ανασηκώνομαι μετά από πτώση ή αρρώστια, αναρρώνω, σε Βάβρ.