ἀναλγησία: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναλγησία]]) [[ἀνάλγητος]]<br />[[έλλειψη]] αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, [[αναισθησία]] στον πόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ασπλαχνία, [[απονιά]], [[απάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλύτητα]] πνεύματος, [[νωθρότητα]].
|mltxt=η (Α [[ἀναλγησία]]) [[ἀνάλγητος]]<br />[[έλλειψη]] αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, [[αναισθησία]] στον πόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ασπλαχνία, [[απονιά]], [[απάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλύτητα]] πνεύματος, [[νωθρότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλγησία:''' ἡ, [[έλλειψη]] αισθήματος, [[αναισθησία]], [[νωθρία]], [[αδιαφορία]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλγησία Medium diacritics: ἀναλγησία Low diacritics: αναλγησία Capitals: ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ
Transliteration A: analgēsía Transliteration B: analgēsia Transliteration C: analgisia Beta Code: a)nalghsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.

Greek Monolingual

η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.

Greek Monotonic

ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.