αγροδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγροδίαιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στους αγρούς, στην [[εξοχή]], [[χωρικός]], [[χωριάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δίαιτα]].
|mltxt=[[ἀγροδίαιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στους αγρούς, στην [[εξοχή]], [[χωρικός]], [[χωριάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δίαιτα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγροδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει στους αγρούς, στην εξοχή, χωρικός, χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + δίαιτα.