δεκάφυλος: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκάφυλος]], -ον (Α)<br />χωρισμένος σε [[δέκα]] φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ [[πρώτα]] ήταν χωρισμένοι σε [[τέσσερεις]] φυλές, τους χώρισε σε [[δέκα]]). | |mltxt=[[δεκάφυλος]], -ον (Α)<br />χωρισμένος σε [[δέκα]] φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ [[πρώτα]] ήταν χωρισμένοι σε [[τέσσερεις]] φυλές, τους χώρισε σε [[δέκα]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκάφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που αποτελείται από [[δέκα]] φυλές, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A consisting of ten tribes, Hdt.5.66.
German (Pape)
[Seite 543] in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάφῡλος: -ον, ὁ ἐκ δέκα φυλῶν ἀποτελούμενος, Ἡρόδ. 5. 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
partagé en dix tribus.
Étymologie: δέκα, φυλή.
Spanish (DGE)
(δεκάφῡλος) -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
dividido en diez tribus ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός Orac.Sib.2.171.
Greek Monolingual
δεκάφυλος, -ον (Α)
χωρισμένος σε δέκα φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ πρώτα ήταν χωρισμένοι σε τέσσερεις φυλές, τους χώρισε σε δέκα).
Greek Monotonic
δεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δέκα φυλές, σε Ηρόδ.