διόπτης: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διόπτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει τα [[πάντα]], [[παντεπόπτης]]<br /><b>2.</b> [[κατάσκοπος]]<br /><b>3.</b> η [[διόπτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)]. | |mltxt=[[διόπτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει τα [[πάντα]], [[παντεπόπτης]]<br /><b>2.</b> [[κατάσκοπος]]<br /><b>3.</b> η [[διόπτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαβλέπει τα πάντα, <i>ὦ Ζεῦ διόπτα!</i> λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο [[κομμάτι]] υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = το προηγ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis in Ar.Ach.435, holding up a ragged garment to the light. II = foreg. 1, E.Rh.234 (lyr.). III = διόπτρα 1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 634] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτης: -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ διόπτρα ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων ἱμάτιον κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);
2 éclaireur, espion.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I espía c. gen. obj. στρατιᾶς ... διόπτας E.Rh.234.
II 1el que mira a través cóm. de Zeus ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα (habla Diceópolis sosteniendo un vestido hecho andrajos), Ar.Ach.435.
2 el que extiende su vista por todas partes de Dios, Doroth.Vis.14.
Greek Monolingual
διόπτης, ο (Α)
1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης
2. κατάσκοπος
3. η διόπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + -οπτης < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
διόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω)·
I. αυτός που διαβλέπει τα πάντα, ὦ Ζεῦ διόπτα! λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο κομμάτι υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.
II. = το προηγ., σε Ευρ.