δέργμα: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῡν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα. | |mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῡν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δέργμα:''' -ατος, τό ([[δέρκομαι]]), [[ματιά]], γρήγορο [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (δέρκομαι)
A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med.187, ect. II thing seen, sight, Orph.L.339.
German (Pape)
[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 mirada penetrante κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.Pers.82, cf. Orph.L.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante δεργμάτων κόραι E.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.
Greek Monolingual
δέργμα (-ατος), το (Α) δέρκομαι
1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῡν λεύσσων δέργμα δράκοντος» — έχοντας το βλέμμα του δράκοντα)
2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα.
Greek Monotonic
δέργμα: -ατος, τό (δέρκομαι), ματιά, γρήγορο βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.