διαφυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφυγγάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου.
|mltxt=[[διαφυγγάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφυγγάνω:''' = δια-[[φεύγω]], σε Θουκ., Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφυγγάνω Medium diacritics: διαφυγγάνω Low diacritics: διαφυγγάνω Capitals: ΔΙΑΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: diaphyngánō Transliteration B: diaphynganō Transliteration C: diafyggano Beta Code: diafugga/nw

English (LSJ)

   A = διαφεύγω, Heraclit.86, Th.7.44, Aeschin.3.10, J. AJ19.1.15.

German (Pape)

[Seite 612] = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

διαφυγγάνω: διαφεύγω, Θουκ. 7. 44, Αἰσχίν. 55. 13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
διαφεύγω.
Étymologie: διά, φυγγάνω.

Spanish (DGE)

1 intr. huir, escapar ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσι Hp.Int.10, c. giro prep. διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων Aeschin.3.10, ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον Th.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac. οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβές no elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126, τὸν θάνατον Eutecnius Th.Par.44.17, c. inf. τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι la mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.

Greek Monolingual

διαφυγγάνω (Α)
1. διαφεύγω, ξεφεύγω
2. διαφεύγω την προσοχή κάποιου.

Greek Monotonic

διαφυγγάνω: = δια-φεύγω, σε Θουκ., Αισχίν.