Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑκάεργος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(10)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη &GT; δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> <i>ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος).
|mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη &GT; δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> <i>ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκάεργος:''' действующий на далекое расстояние, т. е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия) (эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 751] ὁ, der Fernwirkende, fern hin Treffende, Apollon bei Hom., Pind. P. 9, 29. Bei Sp. heißt auch Ἑκαέργη die Artemis, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui repousse au loin (avec ses flèches), ép. d’Apollon ; ὁ Ἑκάεργος le dieu qui repousse au loin.
Étymologie: p. *ϜεκάϜεργος, de ἑκάς, εἴργω.

English (Autenrieth)

(ϝεκάς, ϝέργον): far- working, far-worker, epith. of Apollo, the ‘far-darter.’ Some moderns are disposed to set aside the traditional interpretation in favor of new ones, in regard to which, however, they do not agree among themselves.

English (Slater)

ἑκᾰεργος
   1 who works from afar epith. of Apollo. εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.28) Ἑκαέρ[γ Πα. 7B. 35.

Greek Monolingual

ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)
1. αυτός που ενεργεί από μακριά
2. Ἑκάεργος
(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο
3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).

Russian (Dvoretsky)

ἑκάεργος: действующий на далекое расстояние, т. е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия) (эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.