ωοειδής: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(47c) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ᾠοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με ωό, αυτός που έχει το [[σχήμα]] αβγού (α. «ωοειδές [[πρόσωπο]]» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «[[ωοειδής]] [[βόθρος]]» β. «ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ές / [[ᾠοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με ωό, αυτός που έχει το [[σχήμα]] αβγού (α. «ωοειδές [[πρόσωπο]]» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «[[ωοειδής]] [[βόθρος]]» β. «ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωοειδής]]<br /><b>μαθημ.</b> [[είδος]] καμπύλης (α. «[[ωοειδής]] του Καρτεσίου» β. «[[ωοειδής]] του Κασίνι»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωοειδές</i><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ωοειδής]] ή σφαιρική κρυσταλλική [[απόθεση]] με συγκεντρική ή ακτινωτή [[δομή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το υδατώδες [[υγρό]] του ματιού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωοειδώς</i> Ν<br />με ωοειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].