ἐξοστρακισμός: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐξοστρακισμός]])<br /><b>1.</b> η [[εξορία]] κάποιου με οστρακισμό, με [[αναγραφή]] δηλ. του ονόματος [[πάνω]] σε όστρακο σε [[συνέλευση]] της εκκλησίας του δήμου<br /><b>2.</b> [[εκδίωξη]], [[απομάκρυνση]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐξοστρακισμός]])<br /><b>1.</b> η [[εξορία]] κάποιου με οστρακισμό, με [[αναγραφή]] δηλ. του ονόματος [[πάνω]] σε όστρακο σε [[συνέλευση]] της εκκλησίας του δήμου<br /><b>2.</b> [[εκδίωξη]], [[απομάκρυνση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξοστρᾰκισμός:''' ὁ, [[εξορία]], εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A banishment by ostracism, ἐ. ποιεῖσθαι κατά τινος Plu.Them.22, cf. Themist.Ep.1. II ἐ. τῆς γῆς formation of any external shell, interpol. in Corn.ND17 (nisi leg. ἐξοστεϊσμόν).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, die Verbannung durch das Scherbengericht, Plut. Them. 22 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρακισμός: ὁ, ἐξορία δι’ ὀστρακισμοῦ, Διόδ. 11. 87· ἐξ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πλουτ. Θεμ. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bannissement par ostracisme.
Étymologie: ἐξοστρακίζω.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.
Greek Monotonic
ἐξοστρᾰκισμός: ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.