επιμίσθιο: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπιμίσθιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[επιμίσθιο]]<br />πρόσθετη [[αμοιβή]] επί [[πλέον]] του κανονικού μισθού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μισθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].
|mltxt=το (Α [[ἐπιμίσθιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[επιμίσθιο]]<br />πρόσθετη [[αμοιβή]] επί [[πλέον]] του κανονικού μισθού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μισθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (Α ἐπιμίσθιος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιο
πρόσθετη αμοιβή επί πλέον του κανονικού μισθού
αρχ.
ο μισθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός.