ἐνετή: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐνετή]]) [[ενίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[πόρπη]] του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. [[κόπιτσα]], [[φιούμπα]]<br /><b>2.</b> <b>(τεχν.)</b> [[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[περόνη]], [[βελόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]]<br />(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι [[κατά]] [[στῆθος]] περονᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=η (Α [[ἐνετή]]) [[ενίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[πόρπη]] του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. [[κόπιτσα]], [[φιούμπα]]<br /><b>2.</b> <b>(τεχν.)</b> [[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[περόνη]], [[βελόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]]<br />(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι [[κατά]] [[στῆθος]] περονᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνετή:''' ἡ ([[ἐνετός]]), [[καρφίτσα]], [[πόρπη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετή Medium diacritics: ἐνετή Low diacritics: ενετή Capitals: ΕΝΕΤΗ
Transliteration A: enetḗ Transliteration B: enetē Transliteration C: eneti Beta Code: e)neth/

English (LSJ)

, (ἐνετός)

   A = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.

English (Autenrieth)

(ἐνίημι): clasp, a species of περόνη, Il. 14.180†.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).

• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι

Greek Monolingual

η (Α ἐνετή) ενίημι
νεοελλ.
1. στρ. πόρπη του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα
2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος
αρχ.
περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη
(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐνετή: ἡ (ἐνετός), καρφίτσα, πόρπη, σε Ομήρ. Ιλ.