ἐπαράσσω: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαράσσω]] και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν [[πάνυ]] [[προθύμως]] ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιπίπτω]], [[ενσκήπτω]] ορμητικά («ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει [[πολύς]], κῡμα ἐλαύνων», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[κτυπώ]]»]. | |mltxt=[[ἐπαράσσω]] και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν [[πάνυ]] [[προθύμως]] ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιπίπτω]], [[ενσκήπτω]] ορμητικά («ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει [[πολύς]], κῡμα ἐλαύνων», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[κτυπώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κτυπώ]], [[κρούω]], <i>θύραν</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐπαράττω,
A dash or clap to, τὴν θύραν Pl.Prt.314d, cf. Plu.Art.29; τὸν πῆχυν τῷ αὐχένι ὥσπερ μοχλόν Hld.10.31; ναρθήκια κατὰ τῶν ἰσχνῶν μορίων ἐ. strike rods against the thin parts, Gal.10.998.
German (Pape)
[Seite 904] darauf-, zuwerfen, ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν ἐπήραξε Plat. Prot. 314 d; Plut. Artax. 29; – intr., darauf losstürmen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰράσσω: Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιπίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήραξα;
pousser violemment.
Étymologie: ἐπί, ἀράσσω.
English (Slater)
ἐπαράσσω
1 dash, break τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v. l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. against his own ribs) fr. 111. 4.
Greek Monolingual
ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)
1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.)
2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»].
Greek Monotonic
ἐπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κτυπώ, κρούω, θύραν, σε Πλάτ.