ἐρατίζω: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρατίζω]] (Α) [[ερατός]]<br />[[επιθυμώ]] υπερβολικά. | |mltxt=[[ἐρατίζω]] (Α) [[ερατός]]<br />[[επιθυμώ]] υπερβολικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρᾰτίζω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[ἐράω]]· [[κρειῶν]] ἐρατίζων, [[άπληστος]], [[αχόρταγος]] στην [[κατανάλωση]] κρέατος, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep.form of ἔραμαι, used by Hom. always in phrase, κρειῶν ἐρατίζων
A greedy after it, Il.11.551, 17.660, h.Merc.64,287. II love, Ζεὺς ἐράτιζε τριηκοσίους ἐνιαυτούς Call.Fr.20.
German (Pape)
[Seite 1018] = ἐράω, Hom. in der Vrbdg κρειῶν ἐρατίζων, gierig nach Fleisch verlangend, vom Löwen, Il. 11, 551. 17, 660; H. h. Merc. 64. 287.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰτίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ ἐράω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, κρειῶν ἐρατίζων, ἀπλήστως ἐπιθυμῶν, Ἰλ. Λ. 551., Ρ. 660, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 64, 287.
French (Bailly abrégé)
être avide de, gén..
Étymologie: ἐρατός.
English (Autenrieth)
(ἔραμαι): only part., craving; κρειῶν, Λ , Il. 17.660.
Greek Monolingual
ἐρατίζω (Α) ερατός
επιθυμώ υπερβολικά.
Greek Monotonic
ἐρᾰτίζω: Επικ. τύπος του ἐράω· κρειῶν ἐρατίζων, άπληστος, αχόρταγος στην κατανάλωση κρέατος, σε Όμηρ.