δρύοψ: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρύοψ]], ο (Α)<br />μικρό [[πτηνό]] που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.
|mltxt=[[δρύοψ]], ο (Α)<br />μικρό [[πτηνό]] που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρύοψ:''' -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρύοψ Medium diacritics: δρύοψ Low diacritics: δρύοψ Capitals: ΔΡΥΟΨ
Transliteration A: drýops Transliteration B: dryops Transliteration C: dryops Beta Code: dru/oy

English (LSJ)

[ῠ], οπος, ὁ, a kind of

   A woodpecker, Ar.Av.304.

German (Pape)

[Seite 669] οπος, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 304.

Greek (Liddell-Scott)

δρύοψ: -οπος, εἶδος ξυλοφαγᾶ διαφόρου τοῦ γνωστοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte d’oiseau LSJ, pic-vert Chantraine.
Étymologie: DELG δρῦς.

Greek Monolingual

δρύοψ, ο (Α)
μικρό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.

Greek Monotonic

δρύοψ: -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.