αζαλέος: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀζαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αποξηραμένος, [[ξερός]], [[άνυδρος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[ακμή]], μαραμένος<br /><b>μτφ.</b> [[τραχύς]], [[άτεγκτος]], [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, [[καυτός]], [[ζεματιστός]], [[δριμύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄζω</i>- το [[επίθημα]] <i>l</i> του [[ἀζαλέος]] οφείλεται [[πιθανώς]] σε [[επίδραση]] του έρρινου επιθήματος <i>n</i> τών ρημάτων [[ἀζάνω]] / [[ἀζαίνω]] ( | |mltxt=[[ἀζαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αποξηραμένος, [[ξερός]], [[άνυδρος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[ακμή]], μαραμένος<br /><b>μτφ.</b> [[τραχύς]], [[άτεγκτος]], [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, [[καυτός]], [[ζεματιστός]], [[δριμύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄζω</i>- το [[επίθημα]] <i>l</i> του [[ἀζαλέος]] οφείλεται [[πιθανώς]] σε [[επίδραση]] του έρρινου επιθήματος <i>n</i> τών ρημάτων [[ἀζάνω]] / [[ἀζαίνω]] (πρβλ. και το συνώνυμο [[ἰσχαλέος]] [[παρά]] τα [[ἰσχναίνω]] / [[ἰσχνόω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀζαλέος, -α, -ον (Α)
1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος
2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος
μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός
3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω- το επίθημα l του ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση του έρρινου επιθήματος n τών ρημάτων ἀζάνω / ἀζαίνω (πρβλ. και το συνώνυμο ἰσχαλέος παρά τα ἰσχναίνω / ἰσχνόω)].