αθέτηση: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀθέτησις]])<br />[[ακύρωση]], [[παραβίαση]], [[καταπάτηση]] όρκου, νόμου ή συμφωνίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμέληση]], [[κατάργηση]]<br /><b>2.</b> [[απόρριψη]] νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό [[έργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αθετώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθετήσιμος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀθέτησις]])<br />[[ακύρωση]], [[παραβίαση]], [[καταπάτηση]] όρκου, νόμου ή συμφωνίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμέληση]], [[κατάργηση]]<br /><b>2.</b> [[απόρριψη]] νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό [[έργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αθετώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθετήσιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀθέτησις)
ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας
αρχ.
1. παραμέληση, κατάργηση
2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθετώ.
ΠΑΡ. αθετήσιμος].