εὐέφοδος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐέφοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει [[έφοδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διευθύνεται εύκολα («[[εὐέφοδος]] [[συζήτησις]]», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> επίθ. <i>έφ</i>-<i>οδος</i> «[[εκείνος]] στον οποίο υπάρχει [[πρόσβαση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδός]])].
|mltxt=[[εὐέφοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει [[έφοδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διευθύνεται εύκολα («[[εὐέφοδος]] [[συζήτησις]]», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> επίθ. <i>έφ</i>-<i>οδος</i> «[[εκείνος]] στον οποίο υπάρχει [[πρόσβαση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐέφοδος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], ευκολοπλησίαστος, [[ευπρόσιτος]], λέγεται για τόπους, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέφοδος Medium diacritics: εὐέφοδος Low diacritics: ευέφοδος Capitals: ΕΥΕΦΟΔΟΣ
Transliteration A: euéphodos Transliteration B: euephodos Transliteration C: evefodos Beta Code: eu)e/fodos

English (LSJ)

ον,

   A easy to come at or attack, assailable, accessible, of places, X.Cyr.2.4.13, Plb.1.26.2, etc.    II easily conducted, ζήτησις S.E.M.7.25.

German (Pape)

[Seite 1066] leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέφοδος: -ον, εὐπρόσβλητος, εὐπρόσιτος, ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, Πολύβ. 1. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un accès facile, facile à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἔφοδος.

Greek Monolingual

εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].

Greek Monotonic

εὐέφοδος: -ον, ευπρόσβλητος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος, λέγεται για τόπους, σε Ξεν.