δωδεκάδωρος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωδεκάδωρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους [[δώδεκα]] παλαμών. | |mltxt=[[δωδεκάδωρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους [[δώδεκα]] παλαμών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωδεκάδωρος:''' -ον ([[δῶρον]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[δώδεκα]] παλάμες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².
Spanish (DGE)
-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.
Greek Monolingual
δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.
Greek Monotonic
δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.