ηλεκτροπληξία: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[σφοδρός]], [[βίαιος]] και [[συχνά]] [[θανατηφόρος]] [[κλονισμός]] του νευρικού συστήματος, ο [[οποίος]] προκαλείται από την αιφνίδια [[διοχέτευση]] ισχυρού ηλεκτρικού ρεύματος στο ανθρώπινο [[σώμα]] ή σε [[άλλο]] ζωντανό οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[σφοδρός]], [[βίαιος]] και [[συχνά]] [[θανατηφόρος]] [[κλονισμός]] του νευρικού συστήματος, ο [[οποίος]] προκαλείται από την αιφνίδια [[διοχέτευση]] ισχυρού ηλεκτρικού ρεύματος στο ανθρώπινο [[σώμα]] ή σε [[άλλο]] ζωντανό οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electrical shock</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electrical</i> ([[πρβλ]]. [[ηλεκτρικός]]) <i>shock</i> «[[κλονισμός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
ιατρ. σφοδρός, βίαιος και συχνά θανατηφόρος κλονισμός του νευρικού συστήματος, ο οποίος προκαλείται από την αιφνίδια διοχέτευση ισχυρού ηλεκτρικού ρεύματος στο ανθρώπινο σώμα ή σε άλλο ζωντανό οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical shock < electrical (πρβλ. ηλεκτρικός) shock «κλονισμός»].